20120222

φεβ. 2012 _ δανάη σιώζιου


Στις 22 Φεβρουαρίου 2012, στον Κέντρο Λόγου και Τέχνης "104" των Εκδόσεων Καστανιώτη, η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και η Δασνάη Σιώζιου παρουσίασαν τις 'ποιητικές αυτοπροσωπογραφίες' τους.  Δύο από τα ποιήματα που διάβασε η Δανάη Σιώζιου δημοσιεύθηκαν αργότερα στο τεύχος Αυγούστου 2014 του "The Books' Journal".


























Δανάη Σιώζιου


ΤΟ ΤΙΜΙΟ ΤΕΙΧΟΣ


Όχι δεν έτρεξαν όλοι για τα σουβενίρ

Υπήρχαν άνθρωποι σε αίθουσες αναμονής σε ιατρεία νοσοκομεία και μαιευτήρια
σταθμούς τραίνων και λεωφορείων
γυναίκες στα κομμωτήρια και τις σάουνες
σάρκα που λιώνει και μαλλιά
κομμένα χιλιάδες φορές στο πάτωμα
καθώς και υπερπληθυσμός φακέλων
με αρχεία παρακολούθησης στα υπόγεια

Αυτά είδαν οι σιδερένιοι γερανοί εργοταξίου
στις 9 Νοεμβρίου του 1989
κι έχουν ακίνητα απλωμένο από τότε το φτερό
στον ουρανό πάνω από το Βερολίνο και ατσαλένιο
το πόδι τους στο σώμα του

Εγώ ήμουνα μικρή
δεν είχα δόντια και, κανονικά,
δεν θα ’πρεπε να τα θυμάμαι
Μα τα βράδια με νανούριζε ο Γιόχαν ο αδικοτιμωρημένος
καταστροφέας αγκυλωτών σταυρών
Ευχή μου έδινε
να ζήσω όπως έζησε, κυνηγημένη – κι από τότε
ουά ουά ουά το μπάσταρδο βρέφος του,

Αγαπητέ βοσκέ γερμανικών λυκόσκυλων στο Μπούχενβαλντ
που κάνεις ότι δεν καταλαβαίνεις

*

ΤΑ ΛΕΥΚΑ ΚΕΡΔΙΖΟΥΝ


Η Frau Wilma με φρόντιζε συχνά. Ήτανε μάγισσα, γιατί έπαιρνε λευκούς καμβάδες και μετά από λίγο δεν ήταν πια λευκοί, ήταν γεμάτοι κόσμους αγωνίας και βίας. Όταν έκανα αταξίες μού έλεγε κάτσε ήσυχη αλλιώς θα βγεις από την καμινάδα, κι εγώ νόμιζα ότι εννοούσε αυτό που στα ελληνικά το λέμε «έξω απ’ την πόρτα». Αγαπούσα τις καμινάδες, γιατί ο παππούς που ήταν παππούς αλλά ήταν και μικρός, σκαρφάλωνε σε κάτι τεράστια φουγάρα που ήταν εκατόν πενήντα μέτρα, μου είχε πει, και είχε υποσχεθεί να μου μάθει. ‘Όλοι δουλεύανε στα εργοστάσια αλλά μόνο εκείνος ήταν τόσο γενναίος. Ήταν και καλός, με έπαιρνε τις αργίες μαζί του στα γαλλικά χωριά δίπλα, όπου επισκεύαζε σπίτια, γιατί ήταν ξύλινα σπίτια και αυτός ήταν και μαραγκός, είχε μάθει στο χωριό στην Ελλάδα πριν να γίνει ο πόλεμος.
Η Frau Wilma φορούσε βραχιόλια και έβαφε τα μαλλιά της ξανθά, μικρή ήταν ξανθιά. Εγώ δεν ξεπερνούσα τα είκοσι κιλά, τα μαλλιά μου ήταν πορτοκαλί και τα μάτια μου πράσινα. Την ημέρα που ήρθε το φορτηγό για να φορτώσουμε τα πράγματα, ο παππούς δεν υπήρχε πια, επειδή δεν αρκεί να πεθαίνει κανείς: πρέπει να πεθαίνει εγκαίρως, έτσι μας έγραψε, όσο για τη Frau Wilma, έκανε το ίδιο που έκανε πάντα όταν με γύριζε σπίτι. Ούτε αγκαλιές ούτε φιλιά. Είπε μόνο πως λυπόταν, πως θα ’θελε να με κρατούσε για πάντα, αλλά δεν ανησυχούσε, γιατί τώρα έπρεπε να μεγαλώσω, και θα επέστρεφα σίγουρα, θα έπαιρνα όλους τους δρόμους και θα εμφανιζόμουν την κατάλληλη στιγμή, αυτό θα συνέβαινε με όλους όσους συναντήσω, είπε, δεν συναντιούνται άνθρωποι που δεν έχουν από πριν συναντηθεί, μετά ένευσε με το χέρι της έναν σχεδόν αποχαιρετισμό.
Έπειτα, κοίταξα τις καμινάδες πάλι, και τότε ένιωσα μια ελαφριά ανατριχίλα αν κι ήταν καλοκαίρι, γιατί πάντα καλοκαίρι επιστρέφαμε στην Ελλάδα.


*

Δανάη Σιώζιου. Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Καρλσρούη της Γερμανίας και στην Καρδίτσα. Σπούδασε Αγγλική και Ελληνική Φιλολογία και, σε μεταπτυχιακό επίπεδο, Πολιτιστική Διαχείριση, καθώς και Ευρωπαϊκή Ιστορία. Υπήρξε συνεκδότρια του λογοτεχνικού περιοδικού Τεφλόν. Ποιήματα, άρθρα και μεταφράσεις της έχουν δημοσιευτεί σε έντυπα και διαδικτυακά περιοδικά. Εργάζεται ως καθηγήτρια ξένων γλωσσών.


τετάρτη 22 φεβρουαρίου 2012 _ [1+1].i : κατερίνα αγγελάκη-ρουκ + δανάη σιώζιου















Μετά την εναρκτήρια εκδήλωση της σειράς μηνιαίων ποιητικών συναντήσεων, "Με τα λόγια [γίνεται]", τον Δεκέμβριο του 2011, στο "Παραπέρα" -και την πάροδο μηνιαίας μεθεόρτιας ανάπαυλας- συνεχίζουμε, στο "104"!

Την Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012, στις 19:00 (7:00 μ.μ.), στο Κέντρο Λόγου και Τέχνης "104" (Θεμιστοκλέους 104, Εξάρχεια, Αθήνα), εγκαινιάστηκε η σειρά "1 + 1": η Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ και η Δανάη Σιώζιου διάβασαν δημοσιευμένα κι αδημοσίευτα ποιήματά τους, μεταφράσεις τους, καθώς και ποιήματα που αγαπούν - και μίλησαν, μεταξύ τους και με το κοινό,  για την σχέση τους με τις λέξεις.














[φωτ.: π.ι., xii.2012 [επάνω], και 22.2.2012 [κάτω]]

20120217

στέφανος μπεκατώρος _ "ελληνικός χειμώνας"



















Ελληνικός Χειμώνας

κι ο άξιος εύκολα μένει στ’ όνειρο
κι ο άξιος με γυμνό σώμα πολεμά το επίγειο κράτος
Ν.Δ. ΚΑΡΟΥΖΟΣ

Σήμερα στάχτη ο ουρανός.

Σύννεφα καπνοί του πολέμου
κι εσύ σ’ αυτή την κάμαρη
της κρύας μοναξιάς
έρχεσαι
για ν’ ανοίξεις το παράθυρο
σ’ αυτό τον τόπο που ξεριζώνεται
από τον άνεμο της αδικίας.

Πώς ν’ αντέξεις.
Αιώνων βροχή
ακατάπαυτη από μοχθηρία
και ολιγόνοια γδέρνει τα κόκαλα
του άξιου
μα εκείνος
βλέποντας πάνω
μένει ακόμη
ορθός.

Πώς ν’ αντέξεις.
Στάχτη ο τόπος
παγωμένος ουρανός που διώχνει
τα παιδιά του   Μια θυμωμένη
θάλασσα εκβράζοντας στην αμμουδιά
κουρέλια σκουπίδια σκοινιά
σάπιους καρπούς αδύναμα σανίδια.

[Στέφανος Μπεκατώρος [1947-2006], Οδός Κυδαθηναίων, Πλέθρον, 1991]



Δεν μ' αρέσει -ειδικά ετούτον τον καιρό- να βουλιάζουμε στην απαισιοδοξία. Αλλά διάβασα χτες αυτό το ποίημα του Στέφανου Μπεκατώρου - και, πέρα απ' το ότι το βρήκα καλό ποίημα, μου φάνηκε -τι κοινοτοπία- 'προφητικό', μιάς και γράφτηκε τουλάχιστον είκοσι χρόνια πριν. Θα μου πεις, δεν είναι η πρώτη φορά που 'χειμωνιάζει' στον τόπο μας.

Μα δεν θ' αργήσει κι η άνοιξη: με την σύνταξη των δυνάμεων της 'άλλης', της 'καλής' Ελλάδας.

[φωτ.: π.ι., xii.2011]