20111207

τετάρτη 7 δεκεμβρίου 2011 _ 10 x (12 + 12)













Πόσο συχνά, σε στιγμές πόνου, δυσκολίας, ή –το αντίθετο– χαράς, δεν μας έρχονται στα χείλη αυθόρμητα κάποιοι στίχοι, ή δεν ανατρέχουμε σε κάποιο αγαπημένο ποίημα; Όπως όλοι μας, το ίδιο κι οι άνθρωποι που γράφουν οι ίδιοι.


Έτσι, 9 ποιήτριες και ποιητές, διάβασαν και μίλησαν για ποιήματα στα οποία βρίσκουν στήριγμα και χαρά, την Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου 2011, στις 19:00, στο «Παραπέρα» (Αχαρνών 61 και Φερών, Αθήνα). 


Καθώς εξέπνεε το ’11, επί τη ευκαιρία του 12ημέρου των εορτών και του ’12, οι Κατερίνα Ηλιοπούλου, Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου, Παυλίνα Μάρβιν, Γιάννα Μπούκοβα, Σταμάτης Πολενάκης, Αλεξάνδρα Πλαστήρα, Μόμα Ράντιτς, Δανάη Σιώζιου, και Μαρία Τοπάλη, μοιράζονται μαζί μας τους στίχους που τις και τους συντροφεύουν σε δύσκολους καιρούς, και σε εορτάσιμες ώρες.


Κατερίνα Ηλιοπούλου 

[www.iliopoulou.wordpress.com]


Ίσως ο καλύτερος ορισμός για τη χαρά που μπορώ να σκεφτώ είναι “να είμαι παρών στον εαυτό μου”. Δηλαδή να βρίσκομαι στη σωστή θέση τη σωστή στιγμή. Ένα ποίημα είναι αυτό ακριβώς: ένας τόπος όπου είσαι παρών στον εαυτό σου, άρα χαρούμενος, με αφυπνισμένο το πνεύμα και τις αισθήσεις. Δεν έχει σημασία αν το ποίημα είναι φωτεινό ή σκοτεινό, άλλωστε στην ποίηση δεν υπάρχουν τέτοιοι διαχωρισμοί. Ένα έργο τέχνης πραγματωμένο είναι πάντα μια κατάφαση για τη ζωή ανεξάρτητα από το περιεχόμενό του. Το ποίημα που διάλεξα του Έλληνα ποιητή Τάκη Πάπατσώνη το αγαπώ ξεχωριστά γι' αυτή τη συνύπαρξη των αντιθέτων: το χτυποκάρδι της χαράς και το σπάραγμα της λύπης, τον τρόπο που επιμένει να αναμετριέται με τα αινίγματα.

If only

Ω, αν μόνο κάποτε έρθει ο καιρός,
η μόνωση πλησίον μιας παραλίας μακρινής
να πληροί όλα τα φοβερά κενά της ζωής
και των νυχτών της, όλους τους αγώνες
με το 'Aγνωστο και το Μαύρο, - τούτο μόνο
θ' αρκούσε, όλα να 'ταν λυμένα
τα μυστήρια τ' αγωνιώδη.

Αν μόνο η θέα ολοσκέπαστο ουρανού
του φθινοπώρου, που δίνει νέα διαφάνεια
στα βότσαλα της θαλάσσης,
(εκείνη την ανοιχτά πράσινη των ματιών της Νεράιδας)
έφθανε να καλύψει τη ζωή στο σύνολό της,
_ ετούτο μόνο, θα 'ταν κιόλας ευτυχία.

Όταν μια σου στιγμή,
άνθρωπε, που 'χεις ξεφύγει το πλέγμα των θορύβων,
αισθανθείς άυλος πια και κατασταλαγμένος,
_ τούτο, αν ήσουν βέβαιος πως θα 'ταν και το διαρκές.
πώς σε μιαν ώρα μέσα, στο πλευρό σου
δεν θα βρισκόταν η Σειρήνα, να σου ταράξει
τη διαφάνεια των βοτσάλων, - και τούτο μόνο
θα 'ταν κιόλας η ευτυχία.

Αλλά έρχεται ήδη η φωνή της, από Βορρά, από Νότου,
από Ανατολικά κι από Δυσμών. Βουάνε
όλοι οι ορίζοντες από δαύτη. Έρχεται ολούθε
με την ουσία της βροχής ή των ανέμων. Με τους αφρούς
των κυμάτων. Το σύμπαν, κι η ψυχή του ανθρώπου,
είναι γεμάτα απ' αυτή τη φωνή. Ας έρθει. Δεν είναι ακόμη
ερχόμενος ο καιρός του Θανάτου.

[Τ. Κ. Παπατσώνης,  Eκλογή Α' - Ursa Minor - Εκλογή Β' , Αθήνα, εκδ. 'Ικαρος, 1988, σ. 252.]




Ευτυχία-Αλεξάνδρα Λουκίδου [http://www.kastaniotis.com/author/810]



Αλεξάντερ Μπλοκ [απόδοση: Γιάννης Ρίτσος]


Οι Δώδεκα [απόσπασμα]

Πρώτος, δεύτερος, τρίτος,
τέταρτος, πέμπτος, έκτος,
έβδομος, όγδοος, ένατος,
δέκατος, ενδέκατος…
Δώδεκα.
Με βήμα σίγουρο, βαδίζουν πέρα… Πέρα…
-Τις ει; Τις ει; Έβγα όξω!
Τσιμουδιά!...
Ο άνεμος μόνο με την κόκκινη παντιέρα, παίζει μπροστά…
Μπροστά το χιόνι, στοίβες χιόνι, παγωμένο.
-Τις ει;
Ποιος είναι μες στο χιόνι; Έβγα από κει.
Τίποτα, μόνο ένα σκυλί ξεπηδισμένο
τραβάει κουτσαίνοντας, ψωριάρικο σκυλί…
-Όξω σου λέω, για ξεκουμπίσου κασιδιάρη
μ’ αυτή τη λόγχη το λαιμό σου γαργαλώ!
Κόσμε παλιέ, σκύλε μαγκούφη και ψωριάρη
χάσου από μπρος μου, αλλιώς στο χώμα σε πατώ.
Δείχνει τα δόντια, όμοιος με πεινασμένο λύκο
πεσμένη η ουρά του, μα ούτε ρούπι παρακεί.
-Σκύλε ορφανέ, σκύλε λιμάρη,
Ε, άιντε σήκω,
Έι, αποκρίσου το λοιπόν…
Τις ει; Τις ει;
Ποιος ανεμίζει εκεί την κόκκινη παντιέρα;
Για κοίτα ντε… τι σκοτεινιά, τι σκοτεινιά…
-Ποιος με το βήμα έτσι γοργό φτάνει από πέρα
τοίχο τον τοίχο στων σπιτιώνε τη σκιά;
Δε μου γλιτώνεις
σού μυρίζεται κουμπούρα
τη ζωή σου αν θες, κάλλιο τα χέρια σου ψηλά
Έι! ΄Ει! συντρόφι, σού το λέω, θάν τα βρεις σκούρα
έβγα σού λέω
αλλιώς θα ρίξω στα στραβά,
Τραχ ταχ ταχ …
Κι αντηχεί, Θέ μου, μόνο η ηχώ, σπίτι το σπίτι…
μόνο ο σαρκασμός του ανέμου
σβήνει στου χιονιού την κοίτη…
Τραχ, ταχ, ταχ…
Τράχ, ταχ, ταχ…
Με το βήμα το πλατύ, βαδίζουν πέρα…
Πίσω, ο πεινασμένος σκύλος…
Μπρος, μ’ αιμάτινη παντιέρα
άφαντος πίσω απ’ το χιόνι…
κι ούτε σφαίρα τον λαβώνει
πάνω από την καταιγίδα
μ’ ένα βήμα πουπουλένιο
σ’ ένα σπίθισμα νιφάδων μαργαριταρένιο
με στεφάνι από άσπρα ρόδα…
σιωπηλός…
πάει μπροστά

ο Ιησούς Χριστός!


*

Ορέστης Αλεξάκης

Cote d' Azur

Μπαρ Saint Tropez d’ amour
Gitanes και ουίσκι
Νέφος καπνού κι πορφυρά κορίτσια
Μια μεθυσμένη κρεολή θυμάται
Σ’ ένα ρημάδι φύτρωσα μου λέει
Μεγάλωσα σε παγερούς διαδρόμους
Στο βάθος βλέπω μόνον άσπρους τοίχους
Μια μοναχή προσεύχεται στο ημίφως
Ένας καμπούρης θυρωρός κλειδώνει
Ξάφνου πηδώ το φράχτη και το φόβο
μέλλοντα ζοφερά με καταπνίγουν
πολλά φανάρια μ’ έχουν οδηγήσει
πολλά σημάδια ναυτικών γνωρίζω
πολλών πλανόδιων πωλητών μασχάλες.
Παντού καπνός και νυχτωμένοι δρόμοι
κι η μοναξιά σαν το βρεγμένο ρούχο
Νυχτερινό κλωστήριο το μυαλό μου
χτυπούν νερά τα χτένια της ψυχής μου
σπάζουν οι αρμοί και φως με κατακλύζει
Διακρίνετε στο βάθος τις καμπάνες;
Το Ave Maria των πεφορτισμένων;
Η Παναγία της Λούρδης επιστρέφει
διασχίζοντας απέραντες εκτάσεις
σε βάθη σκοτεινών χιλιομέτρων
Γιατί κι η μοίρα κάποτε αστοχεί
Γιατί κι η νύχτα κάποτε
φωτίζει

(Ο Απόπλους, 1999)


Παυλίνα Μάρβιν 

Γιάννα Μπούκοβα
[υπό ενημέρωση]

Σταμάτης Πολενάκης
"Ελεγεία του Φόρτενμπρας" ( Zμπίγκνιεφ Χέρμπερτ) 


Αλεξάνδρα Πλαστήρα
[http://xylokopoi.blogspot.com/search/label/αλεξάνδρα%20πλαστήρα]

Έμιλυ Ντίκινσον [μτφρ.:  Ερρίκος Σοφράς]

804

Απλόχωρο να φτιάξεις το Κρεβάτι - 
Να φτιάξεις το Κρεβάτι αυτό με Δέος - 
Μέσα εκεί περίμενε την Κρίση
Μέχρι ν' αστράψει Δίκαιη, Θαυμαστή.

Το Στρώμα του να είναι ίσιο - 
Ολόγεμο το Προσκεφάλι -
Τ' ωχρό βουητό του Πρωινού
Τον Τόπο αυτό να μη προσβάλει -

[Έμ. Ντίκινσον, 44 Ποιήματα & 3 Γράμματα, μτφρ. Ερ. Σοφράς, εκδ. Το Ροδακιό, 2005]


Αυτό, όταν το πρωτοδιάβασα, τόσο ήσυχο, σίγουρο, ακέραιο, το πόθησα για δικό μου, για πάντα μάλιστα, και χάρηκα που το βρήκα να πάω μαζί του, να ζήσω κάτι ολόκληρο.

Μου έδωσε φόρα και πήγαινα, αλλά μετά και αργότερα, στο πύκωμα του χρόνου, όλο και σκοντάφτοντας, παραπατώντας και χάνοντας το βήμα, όλο και πιο μακρυά το άκουυγα το ποίημα – νοσταλγούσα κρυφά τη χαρά του, την πίστη του.

Πολύ μετά, θα ερχόμαστε εδώ για το ποίημα που δίνει χαρά. Οι μέρες ήταν άτσαλες, καθυστερούσα, κι εκεί που δε μ’ έπαιρνε άλο, ένα πρωί, εκεί που συγύριζα το κρεβάτι της μάνας μου, δεν ξέρω πώς θυμήθηκα το πάθος της για τα καλοστρωμένα κρεβάτια. Αυτή, τώρα, καθόταν στο καροτσάκι της και ιδέα δεν είχε πώς στρώνουν ένα κρεβάτι, αλλά εμένα ήρθε στο μυαλό μου εκείνη η μάνα μου, η όρθια και ακούραστη, και καταθόλωσα, ξεκουρδίστηκα όπως θυμήθηκα και με τριγύρισαν όλα εκείνα τα κρεβάτια, στρωμένα, ξεστρωμένα και ξαναστρωμένα αμέτρητες φορές – και πάντα χρεωμένα στα όνειρα. Βρε, πώς πονάει, είπα, τι το κάνουμε αυτό, πώς συνεχίζουμε; Θ’ αντέξουμε; Ρωτούσα και τό ’στρωνα το κρεβάτι με αγάπη, με φόβο, με θυμό, με παράπονο, το καλόστρωνα όπως το ήξερα απ’ τη μάνα μου, ε, και τότε, εκεί, με βρήκε το κρεβάτι τής Ντίκινσον, το άκουσα, το άκουγα καθαρά, πεντακάθαρα, λαχτάρησα, χοροπήδησε το αίμα μου, και χάρηκα που ήρθε –πώς ήρθε;–το ποίημα σ’ εμένα, σ’ αυτή την κατάσταση, με θέλει όπως είμαι, όπως είναι τα πράγματα, χαζή που ήμουνα να του κρύβομαι, να το ντρέπομαι, το είχα πλάι μου, υπήρχε χώρος ξανά.



Μόμα Ράντιτς


Μπράνκο Μίλκοβιτς [μτφρ. από τα σερβικά: Μόμα Ράντιτς]


Μάταια την ξυπνάω


Την ξυπνάω για τον ήλιο που εξηγείται στα φυτά
για τον ουρανό τεντωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα
την ξυπνάω για τις λέξεις που τσούζουν τον λαιμό
την αγαπάω με τα αυτιά μου
πρέπει να πας μέχρι το τέλος του κόσμου για να βρεις δρόσο στο χορτάρι
την ξυπνάω για όλα τα μακρινά πράγματα που μοιάζουν με αυτά εδώ
για τους ανθρώπους που χωρίς μέτωπο και όνομα περνούν στον δρόμο
για τις ανώνυμες λέξεις πλατειές την ξυπνάω
για τα βιομηχανικά τοπία δημόσια πάρκα
την ξυπνάω για τον πλανήτη μας που ίσως γίνει νάρκη
στο ματωμένο ουρανό
για τα χαμόγελα στην πέτρα φίλων που αποκοιμήθηκαν ανάμεσε σε δύο μάχες
όταν ο ουρανός δεν ήταν μεγάλο κλουβί για πουλιά αλλά
αεροδρόμιο
η αγάπη μου γεμάτη άλλους είναι κομμάτι της αυγής
την ξυπνάω για την αυγή για την αγάπη για μένα για τους άλλους
την ξυπνάω κι ας είναι αυτό πιο μάταιο από το να καλείς πουλί
που κούρνιασε για πάντα
σίγουρα είπε: ας με γυρέψει και ας δει ότι λείπω
αυτή η γυναίκα με χέρια παιδιού που αγαπάω
αυτό το παιδί που αποκοιμήθηκε χωρίς να σκουπίσει τα δάκρια που ξυπνάω
μάταια μάταια μάταια
μάταια την ξυπνάω
γιατί θα ξυπνήσει αλλιώτικη και νέα
μάταια την ξυπνάω
γιατί τα χείλη της δεν θα μπορέσουν να την πουν
μάταια την ξυπνάω
ξέρεις καλά ότι το νερό ρέει αλλά δεν λέει τίποτα
μάταια την ξυπνάω
πρέπει να υποσχεθείς στο ξεχασμένο όνομα ένα πρόσωπο στην άμμο
αν δεν είναι έτσι κόψτε μου τα χέρια και κάντε με πέτρα


*


Η γέννηση


Ήμουν νύχτα
και ήμουν πουλί μετά τα μεσάνυχτα

Τραγούδησα;
Όχι

κι όταν ήμουν πουλί πέταξα από το σώμα μου και δεν
τραγούδησα τον εαυτό μου
όλα εναντιώθηκαν
στον εγκαταλελειμμένο τόπο και ήθελα να γυρίσω
δεν ήμουν ούτε κουφός ούτε μουγκός
ήμουν νύχτα πριν απ’ την υγεία
νύχτα ίασης πίσω από το σώμα
που ακόμα δεν έζησε μετά το θάνατό μου
δεν είχαμε ακόμα γνωριστεί
κι αυτό μας έλκυε απέραντα τον έναν προς τον άλλον
εκείνο που πρέπει να μείνει πίσω προηγείτο

Τραγούδησα;
Όχι

εγώ δεν τραγούδησα
πρέπει να είσαι καθαρός ώστε να μην ξέρεις καμία λέξη
ξεστομίζω θα πει δείχνω τα δόντια
μίλησα και προδόθηκα
τα δόντια ο οισοφάγος και η κοιλιά
μου έδειξαν τον δρόμο για το δικό μου και το ξένο αίμα 




Δανάη Σιώζιου

Απεταξάμην.

Γεια σας,

θα σας διαβάσω το ποίημα “Πολυξένη” του εγωκεντρικού -σαν όλους τους υπερρεαλιστές- μα ακαταμάχητα γοητευτικού Νικολάου Εγγονόπουλου,

ελπίζω να σας πέσουν ελαφριά τα δυο λιθάρια,

όπως στην περίπτωσή μου, ο τόμος με τα ποιήματα του εν λόγου κυρίου, ο οποίος μου έπεσε κυριολεκτικά στο κεφάλι, όταν ήμουν μόλις δώδεκα Απριλίων και βρέθηκα κλειδωμένη στη δημοτική βιβλιοθήκη Αγίας Παρασκευής (μεγάλη η χάρη της) στην Καρδίτσα, μετά την αποχώρηση όλων:

με ξέχασαν, καθώς, μετά την απαγόρευση ανάγνωσης εξωσχολικών βιβλίων από τους φιλολόγους γονείς μου,

-οι οποίοι συν τοις άλλοις ενημέρωσαν όλες τις βιβλιοθήκες να μη μου δανείζουν βιβλία, διότι με αποσπούσαν λέει από το στόχο (μη με ρωτήσετε ποιον στίχο, οι γονείς μου πάντως ήταν σίγουρα άνθρωποι με στόχους και με στόχαστρα εννίοτε, νομίζω τρόμαζαν σαν να καταβρόχθιζα ecstasy κάθε που ανακάλυπταν κι από ένα βιβλιαράκι στο δωμάτιό μου)-

συνήθιζα να μπαίνω από την πίσω πόρτα και να διαβάζω στην αποθήκη, όσο προλάβαινα.

Ε, κι αφού βγήκα κι ήμουν κλειδωμένη, ψαχούλευα κι εκεί που πήγα να τραβήξω μία ακόμα περιπέτεια των 6 ή 5 -δεν θυμάμαι- φίλων, μου 'πεσε ο Εγγονόπουλος στο κεφάλι κυριολεκτικά και μεταφορικά, ενθουσιασμός, το πλήθος μέσα μου παραληρούσε, Χριστό δεν καταλάβαινα, αλλά και καμία σημασία δεν είχε, ερωτεύτηκα σφόδρα η κόρη, ο Εγγονόπουλος με είχε πλανέψει και αποσπάσει την παρθενιά άπαξ.

Έτσι,

όταν με βρήκαν την άλλη μέρα και με ξύπνησαν -οι δύο γονείς, η (συν-)ένοχη βιβλιοθηκάριος και ένας αστυνόμος που με 'ψαχνε με τους γονείς- απήγγειλα την Πολυξένη απ' έξω στα έντρομα αυτιά τους.

Δεν συμμερίστηκαν τον ενθουσιασμό μου και στην απαγόρευση ανάγνωσης προστέθηκε η απαγόρευση εξόδου απ' το σπίτι μέχρι να απεταξάμην τον σατανά, ευτυχώς μέναμε στον πρώτο και το ‘σκαγα από το παράθυρο-κορμός κερασιάς-κήπος επιστρέφοντας αντιστοίχως.

Έκτοτε ετούτο το ποίημα με συντροφεύει στα δύσκολα αφού συν τοις άλλοις άνθρωπος με χιούμορ ο Εγγονόπουλος και 'γω για να τον τιμήσω, όποτε περνάω απ' την Αγία Παρασκευή –παραδίπλα της αμαρτωλής βιβλιοθήκης- ανάβω ένα κεράκι στη χάρη του, να είναι αιωνία η μνήμη του και δοξασμένο τ' όνομά του.


Νίκος Εγγονόπουλος

Πολυξένη

Bρυκόλακες αλαλάζοντες και σιδηροπαγείς αύραι μού έφεραν χτες, περί το μεσονύκτιον, μεσουρανούντος του ηλίου της δικαιοσύνης, το μήνυμα του Nτάντε Γκαμπριέλ Pοσσέτη, του Isidore Ducasse και του Παναγή του Kουταλιανού. H πίκρα μου στάθηκε μεγάλη! Mέχρι της στιγμής εκείνης επίστευα εις τα προφητικά οράματα των τορναδόρων, πρόσμενα τους χρησμούς των αλλοφρόνων ιππέων, προσδοκούσα τας μεταφυσικάς επεμβάσεις των αγαλμάτων. Mε γαλήνευε η ιδέα του πτώματός μου. H μόνη μου χαρά ήτανε οι πλόκαμοι των μαλλιών της. Έσκυβα ευλαβικά και φιλούσα την άκρια των δακτύλων της. Παιδί ακόμα, στην δύσιν του ηλίου, έτρεχα ωσάν τρελλός να προφτάσω να κλέψω, πριν νυχτώση, τα λησμονημένα σκιάχτρα μέσ’ απ’ τα χωράφια. Kαι όμως την έχασα, μπορώ να πω μέσ’ απ’ τα χέρια μου, ωσάν να μην ήταν ποτές παρά ένα απατηλόν όραμα, παρά ένα κοινότατο σφυρί. Στη θέση της βρέθηκε μονάχα ένας καθρέπτης. Kι’ όταν έσκυψα να δω μέσα σ’ αυτόν τον καθρέφτη, δεν είδ’ άλλο τίποτες παρά μόνο δύο μικρά λιθάρια: το ένα ελέγετο Πολυξένη, και το άλλο, Πολυξένη επίσης.

(Μην ομιλείτε εις τον οδηγόν, 1938)



Μαρία Τοπάλη




[φωτ.: στην αυλή του "παραπέρα", π.ι, vii.2011]

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου