20121218

δεκ. 2012 _ 17 σονέτα για τον μαβίλη

 









 

 

Tην άνοιξη του 2012, το «Με τα λόγια (γίνεται)» απηύθυνε ανοιχτή πρόσκληση για την συγγραφή σονέτων κατά τον τρόπο, και στην μνήμη, του Λορέντζου Μαβίλη, για την επέτειο των 100 χρόνων από τον θάνατό του. Η κριτική επιτροπή (αποτελούμενη από τους Παναγιώτη Ιωαννίδη, Παυλίνα Μάρβιν, Γιάννη Πατίλη, και Αλεξάνδρα Πλαστήρα) επέλεξε 17 από τα σονέτα που έλαβε, τα οποία και παρουσιάστηκαν από τους δημιουργούς τους στις 18 Δεκεμβρίου της ίδιας χρονιάς, στην Ελληνο-Αμερικανική Ένωση της Αθήνας.

Κατόπιν, δημοσιεύθηκαν στο τ. 150 (Ιαν.-Μάρ. 2014) του περιοδικού «Πόρφυρας». Αναδημοσιεύονται εδώ με αλφαβητική σειρά των συγγραφέων τους.

  

Γιούλη Βολανάκη

 

            ΑΘΗΝΑ

         

Με τον τρόπο του Λ. Μαβίλη

 

Την πόλη ως δρομέας τριγυρνώντας

ανθρώπινα σκουπίδια πεταμένα

ένα σωρό στη λήθη αφημένα

τα μάτια να σφαλίσω μη μπορώντας

 

μα και τα πίσω, τα δημόσια, κοιτώντας

σωρεία λάθη, τόσα ημαρτημένα,

απίστευτα καμώματα, ξεχασμένα

πλήγματα, δήθεν συγχωρημένα όντας

 

θέλω μα δε βολεί να βολευτώ

σε κόσμο που ‘ναι μαγνάδι πλανερό

με λέξεις, ρίμα, στίχο ζηλευτό

 

Βούρκος η πόλη, βούρκος το νερό

Ω πλήθος θλίψη, θάλλει η απελπισία

Βήμα το βήμα βουρκώνω δημοσία

 

*

 

Άννα Γρίβα

 

 

            ΝΑΝΟΥΡΙΣΜΑ ΤΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ

 

Οργώνω τις σελίδες μου

κι η ουτοπία με φυγαδεύει.

 

Δοκίμαζε απαλά το πεπρωμένο,

σαν ρούχο ρίχνε πάνω του τις γεύσεις

κι από μετάξι διάφανο θα πλεύσεις

δρόμους της άπνοιας - πανί σκισμένο.

 

Δάσος μου εσύ, αγρίμι ματωμένο

στη λύπη μου κλαδάκια αν φορέσεις

με αρώματα τους πόθους μου θα δέσεις

σαν φάρμακο σε δόντι πεινασμένο.

 

Κι αν είναι η στέγη μου κενή κρυψώνα

θα ανοίξω στην ανάσα μου λιβάδια

φωλιά του απείρου, σκάφανδρο αιώνα.

 

Δυνάμεις δε χωρούν σε χέρια άδεια,

ακροθιγές το βάρος των ονείρων,

θέρμης απόληξη: πένθος κρατήρων.

 

*

 

Γιάννης Ευθυμιάδης

 

Α-ΠΙΣΤΗ-Α

(Σονέττο για μιαν αγάπη)

 

Δεν την πιστεύεις την αγάπη μου, αγάπη,

Κι είναι νωρίς, μου λες, για τέτοια λόγια

Άλλα όμως είναι της καρδιάς μου τα ρολόγια

Και δε θα βάλουνε τη λογική σατράπη

 

Έρχονται τόσα λόγια και πάντα τα πνίγω

Μήπως μου πεις πως λέω υπερβολές

Κάνω να μοιάζουν με μικρές βολές

Κι έτσι φαντάζει το πολύ να είναι λίγο

 

Θα ’ρθει μια μέρα που επιτέλους θα πιστέψεις

Όσες σου ζωγραφίζω λέξεις στο χαρτί

Τα λόγια μου δεν θα μπορείς να λιγοστέψεις

 

Θα κάνω τότε με τα σύννεφα γιορτή

Απ’ τα τραγούδια μου δε θα νηστέψεις

Και θ’ ανασταίνονται οι πόνοι μου οι φθαρτοί.

 

*

 

Λένα Καλλέργη

 

ΣΚΟΤΑΔΙ

 

Απλό. Σαν τα φτερά της νυχτερίδας.

Σαν δανεικό παλτό με άδειο μανίκι.

Βλέμμα σβησμένο, μακρινής πατρίδας.

Πήγε πολύ μακριά και δεν ανήκει.

 

Έκλειψη ολόκληρη, χωρίς ψεγάδι.

Λάκκος βαθιά στη γη. Κλειστό βαρέλι.

Σταθμός που περιμένει κάθε βράδυ

Μα να φανεί κανένας τους δεν θέλει.

 

Πηχτό, κι όλο κολλάει στον εαυτό του.

Τυφλό σαν όνειρο που ίσως δεν είδες.

Αρπακτικό, κι ό ,τι αγαπά, δικό του.

 

Θα φύγει λες, κι ακόμα δεν σαλπάρει.

Στέκει στον πάτο, της αβύσσου χνάρι.

Απλό. Άκου πώς τρίζουν οι σανίδες.

 

*

 

Σοφία Κολοτούρου

 

ΦΑΛΗΡΟ 2012

 

Η πίκρια της ζωής, που μας τυλίγει

μας στρέφει στα σονέτα του Μαβίλη

μήπως κι αυτός ο πόνος, που μας πνίγει

χαθεί μες σε λιβάδια από ασφοδείλι.

 

Μες τα μπαράκια κάθονται οι φίλοι

στο Φάληρο, η νύχτα πριν να φύγει -

γαβγίζουν τ’ αυτοκίνητα οι σκύλοι

κι η κελνερίνα θέλει να ξεφύγει.

 

Κι ύστερα, κρύβουμ’ όλα τα βιβλία

και το λαπ τοπ βαθιά μες το συρτάρι

μ’ ένα σιχτίρισμα προς τη Φιλολογία,

 

την ποίηση, τον ήλιο, το φεγγάρι

και ψάχνουμε μιαν αφορμή να βρούμε,

σε πόλεμο ένδοξο να σκοτωθούμε.

 

*

 

Κώστας Κουτσουρέλης

 

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

 

Από κοντά η Καταστροφή σού μοιάζει.

Χαμογελάει μ’ ευγένεια, σου είναι συμπαθής.

Δικαιολογείται, κόπτεται, μορφάζει :

«Εγώ; ΄Οχι βέβαια! Οι συνθήκες οι επαχθείς...»

 

Συχνά σου ορκίζεται. Με ύφος καμικάζι

που θυσιάστηκε, απαιτεί να της σταθείς :

«Της μηχανής ήμουν εγώ το τελευταίο γρανάζι –

κι ο θάνατος, από καιρό προαναγγελθείς…»

 

Από κοντά η Καταστροφή σού μοιάζει.

Μιλάει τη γλώσσα της βλακείας φαρσί.

Πιστεύει στ’ άστρα, παραμύθια αναχαράζει,

έχει ένα βλέμμα τόσο αθώο και θρασύ...

Είναι για λύπηση, κι όμως σ’ αηδιάζει.

Από κοντά η Καταστροφή είσαι Εσύ.

 

 

Τρίτη, 15.5.2012

 

*

 

Ασπασία Λαμπρινίδου

 

ΠΑΡΑΛΛΗΛΑ ΣΥΜΠΑΝΤΑ - 2

 

 

Καθώς το τρένο αργούσε να περάσει

   Χάθηκα ξαφνικά στις αναμνήσεις

   Κι ευχήθηκα να ’ρθείς να μου μιλήσεις

Και να μου πεις πως δε μ’ έχεις ξεχάσει…

 

Μα όταν η ταραχή μου είχε κοπάσει

   Κατάλαβα πως πια δε θα γυρίσεις,

   Πως έγιναν τόσες παρεξηγήσεις

Κι εντέλει πως τα νεύρα μου ’χες σπάσει.

 

Κι ενώ σκεφτόμουνα τα περασμένα

   Και πήγα με την τύχη να τα βάλω,

Ξάφνου θυμήθηκα τι ήσουν για μένα

 

   Κι ένιωσα πως δε θέλω τίποτ’ άλλο, 

Παρά εδώ στο σταθμό να περιμένω

Ώσπου να δω να βγαίνεις απ' το τρένο.    

 

 

*

 

Αλέξιος Μάινας

 

ΔΕΙΛΙ

 

Σπουδή κι η απώλεια.

 

Περάσαν τέσσερις χρονιές περάσαν τρεις χειμώνες,

ανούσιο, μα σε σκέφτομαι, τα μαλακά φιλιά σου

που μπλέκονταν στις μπούκλες σου. Ακάλυπτοι οι αγκώνες

κρυώναν και ψιθύριζες: «θα φύγω, πάμε, βιάσου!»

 

Μπροστά μου κάποιο σούρουπο στον ήλιο πριν κυλήσει

στο μόλο ελπίζω να σταθείς. Τα χείλη σου απαλά

να πουν πως το μετάνιωσες κι ας μην υπάρχει λύση,

κι όταν στις συλλαβές ξανθιά η τούφα απ’ τα μαλλιά

 

μπλεχτεί στο χρυσαφένιο φως, ν’ αστράψουν και τα μάτια

και να κυλούν στα μάγουλα τα περιττά καράτια.

Σονέτων τούφες μελανές, πιοτών εικόνες τούτα –

 

βρίσκω σε κάβους και σε ακτές και σε χαμένα δάση

τ’ ότι δεν είσαι πια παντού· του νου μου η παλιοκούτα

γέμισε μνήμες άχρηστες, μα η καρδιά έχει αδειάσει.

 

 

*

 

Στέργιος Μήτας

 

ΜΕΤΑ ΕΒΔΟΜΗΝΤΑ ΕΤΗ

 

Δεν βρήκε το σονέτο σου κακό,

Και αγάλι ψυχοπόνεσε κι εσένα.

Θα έρθει με δάχτυλα ασκημένα

Ο Χάροντας, κρατώντας λεξικό.

 

Θα σου αγοράσει όλα τα δίκια

Των γραπτών σου, μ’ έναν οβολό.

Θα σύρει τις στροφούλες σου εν πλω,

Σε ποταμάκια αλλόγλωσσα, ανοίκεια.

 

Πρόσφυγες, αλυσίδες και κουπιά.

Τα λόγια σου, μύριων ανθρώπων

Ορφανά: βιαστών και λογοκλόπων.

 

Δεν θα ακούνε στο όνομά σου πια.

Μην κλαις. Άφησέ τα γλυκά να δοθούν

Στα χέρια Του – και να μεταφρασθούν.

 

*

 

Νέδα Μονκ

 

ΠΛΗΝ ΟΜΩΣ

                                                Στον Ι.

 

Κι ήταν αυτός, που λες, βιβλιοπώλης

Που ψάχνει-βρίσκει δέματα χαμένα

Τηλέφωνα σε πόλεις κι άλλες πόλεις

Κάποια στιγμή εντόπισε κι εμένα

 

Που είμ’ αυτό που λεν κλειστό βιβλίο

Αυτόβουλα δεμένο και χαμένο

Με κάλεσε στο βιβλιοπωλείο―

Μετέβην, να ’μαι έστω στολισμένο,

 

Σπάνιο, βαρετό, σε ράφι. Φίλους

Δεν ψάχνω, τεύχη, τόμοι, όλα τάφος

Πελάτες εξυπνάκηδες, οργίλους

 

Δεν θέλω συντροφιά. Πύρ και μανία,

Στο είδος μου φωτιά, εάν δεν ήταν

η ευγενής αυτού φιλοξενία.

 

*

 

Σάκης Σερέφας

 

 

ΟΣΟ ΝΑ ΒΡΑΣΕΙ ΕΝΑ ΑΥΓΟ

 

Μέδουσες κι αρουραίοι πλέουν στο νερό

            Η μάνα περπατά στην προκυμαία

            Φοράει μια γριά ψυχή, στην όψη δείχνει νέα

Στην αγκαλιά της κοιμάται ένα μωρό.

 

Κατεβαίνει τα σκαλιά, ώστε το φοβερό

            Γονατιστή να τελέσει∙ σκύψτε πλάι της παρέα

            Κι όποιος δεν αντέχει ας χαζέψει απέναντι την Περαία

Η πράξη θα κρατήσει όσο να βράσει ένα αυγό.

 

Ορίστε, τέλειωσε κιόλας η σκηνή.

            Το βρέφος βυθίζεται, η μάνα κοιτάζει

Ώσπου σηκώνεται και φεύγει στεγνή.

 

            Ταραχτήκατε; Ποσώς με νοιάζει.

Αυτή είναι η τέχνη μου. Αναμετάδοση. Περιγραφή.

Όπως εσείς με τα share, τα like και τα συναφή.

 

 

Σημειώσεις

Το σονέττο αναφέρεται σε αληθινό περιστατικό βρεφοκτονίας που έγινε στη Θεσσαλονίκη στα 1963.

Περαία: παραθαλάσσιο θέρετρο στην ακτή του Θερμαϊκού, απέναντι από τη Θεσσαλονίκη.

Share, like: τρόποι κοινόχρηστης διάδοσης μηνυμάτων στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. 

 

*

 

Δανάη Σιώζιου

 

ΤΟ ΔΕΝΤΡΟ ΤΗΣ ΖΩΗΣ

 

Μέρες Αθηνών: ερωτοτροπίες

κατσαρίδων, ύποπτων χαρακτήρων

αυγά μάτια, τοτέμ και εντροπίες

καλειδοσκοπικές, τσόφλια ονείρων.

 

Απ’  ανατέλλοντες, εγώ, δεν ξέρω

αστέρες, το μάτι διατηρεί την ώρα

μία, είμαι της πόλεως το κέντρο

η  κίνηση, λες, του εδώ και τώρα.

 

Κι αν σ’ είδα χθες, μικρέ μου φωτοβόρε

εφιάλτη, μπούμερανγκ, απ’ το τίποτα

φερμένο, λαμπρέ αγγελιοφόρε,

 

εσύ, φεγγάρι, νεκρό παραμένω

ανάβει μόνο  σε βάθος φοβερό

μέσα μου της ζωής δέντρο πνιγμένο.

 

*

 

Δημήτρης Ε. Σολδάτος

 

ΜΝΗΜΗ

 

Το πνεύμα παραδόθηκε στην ύλη.

Φτωχή σοδειά οι στίχοι μου κι εφέτο.

Μαράθηκε στους κάμπους τ’ ασφοδίλι

που θα ’κοβα, να πλέξω ένα σονέτο

 

αντάξιο της μνήμης του Μαβίλη.

Παρ’ το μελάνι, Μούσα, αγίασέ το

και φλόγα στο χαρτί μου επίστρεψέ το

ν’ ανάψω ενός ήρωα το καντήλι.

 

Ματώνω με τα δόντια μου τα χείλη,

που οι ζωντανοί, νεκρέ ποιητή, ξεχνάνε

κι ας πέθανες ελεύθεροι για ’να ναι.

 

Χυδαίοι επιλήσμονες, Μαβίλη,

οι Έλληνες που γίνανε γραικύλοι –

χυδαία και η γλώσσα που μιλάνε.

 

*



Αλέκος Ε. Φλωράκης 

 

ΜΙΚΡΕΣ ΨΥΧΕΣ

 

Σέ κάποιο δρόμο ἄστρωτο κι ἀπ’ ὅλους ξεχασμένο,

πού πάρκου καταπράσινου τά σύνορα ὁρίζει,

λευκό ἀλογάκι κείτεται, ἄψυχο, παγωμένο,

μπρός στόν κορμό μικρῆς ἐλιᾶς, πάνω στή γῆ π’ ἀνθίζει.

 

Στ’ ὁλόλευκό του τρίχωμα χίλια πετράδια λάμπουν,

ἀπ’ τή δροσιά πού ὁλονυχτίς σά νεκρικό σεντόνι

τό σκέπαζε, τά μάτια του τ’ ἀσάλευτα θέ νά ’μπουν

μές στήν ψυχή κάθε θνητοῦ πού δίπλα του σιμώνει.

 

Μικρή ἐλιά πού δέχτηκες τήν ὑστερνή πνοή του,

μήν ἔμαθες ποιός ἄνεμος ἐπῆρε τήν ψυχή του;

Κοντά σου νά τήν κράτησες, δέ θέ νά τό πιστέψω.

 

Δέ γίνεται στή μαύρη γῆς νά μένουνε θαμμένες

μικρές, εὐωδιαστές ψυχές, λευκολουλουδιασμένες.

Πές μου, ἐλιά, δέ θά ’πρεπε στ’ ἄστρα νά τή γυρέψω;

 

*                      

 

Άντεια Φραντζή

 

ΝΥΧΤΕΡΙΝΟ Ι

 

Στάθηκα στη γωνιά και σε κοιτούσα

να παίζεις το τραγούδι στον αυλό

του Πάνα – την αγκάλη που ποθώ

γυρεύω να μου δώσει πάλι η Μούσα.

 

Σε κοίταζα – τον άλλο νοσταλγούσα

αυτόν που τράβηξε στον σκιερό βυθό.

Κρατώντας σου το χέρι να χωθώ

στο σκοτεινό του βλέμμα λαχταρούσα.

 

Τα χιόνια πέφτουν πάνω στο σεντόνι

τα χέρια ακουμπάνε στο κενό

η νύχτα όλο πιο βαριά σιμώνει

 

στη μέρα που δεν έχει γυρισμό.

Στον «κήπο των χαδιών» το χελιδόνι

φτεροκοπά στον νέο λυρισμό.

 

*

 

Μιχαήλ Χατζηγεωργίου

ΤΟ ΤΕΙΧΟΣ

 

Αφού είναι έτσι ερμητικά κλεισμένο

με την τεράστια πόρτα δίχως μία

μικρούλα χαραγή,χωρίς καμμία

αχτίδα να περνά,σκοτεινιασμένο,

 

αφού αυτοί της φύσης του ειν' οι όροι

τι τάχα εγώ στις Σίβυλλες ζητάω

Αφήνοντας το τώρα τι κοιτάω

αυτό που δεν μπορώ να δω a priori

 

Δεν φτάνει το παρόν και τα δεινά του

μανία τί με πιάνει να το ξέρω;

Ευγνώμων για την εχεμύθειά του

 

να 'μαι.Γιατί από πρίν δεν υποφέρω

Ευγνώμων, γιατί είναι τειχισμένο

με τ' άγνωστο, το ίσως δυστυχισμένο  

 

*                                                                                                      

 

Αντώνης Ψάλτης

 

SARVAM   ANITYAM

( προσωπογραφία  Λορέντζου  Μαβίλη )

 

 

Άφθονη μπίρα στο Μόναχο ρέει

κι αφράτα κορίτσια πίνουν μαζί μου,

σαν πάντα μετρώ την κάθε στιγμή μου!

κι άγνωρη δίψα το είναι μου καίει.

 

Όμως η θλίψη στα γλέντια πληθαίνει,

του πόθου η φύση δεν ξεθυμαίνει,

ματαίως ζητώ να βρω την γαλήνη

κάθε σελίδα το σκότος την σβήνει,

 

μα μόλις η πρώτη σούτρα φωτίσει

αλήθεια στιλπνή ο νους θα γνωρίσει:

μοιάζει με πέπλο η πλάνη του κόσμου

 

σε μίας πνοής το θρόισμα πέφτει ,

αιώνα μισό θα βλέπω το φώς μου

κι είναι οι στίχοι του βίου το ξέφτι